συμπενθώ

συμπενθώ
-έω, Α [πενθῶ]
1. πενθώ κάποιον ή κάτι μαζί με κάποιον άλλον («οὐ συμπενθήσοντες τοὺς τεθνεῶτας ἀλλὰ συνηδόμενοι ταῑς ἡμετέραις συμφοραῑς», Iσοκρ.)
2. (αμτθ.) πενθώ μαζί με κάποιον
3. (απολ.) μετέχω σε γενικό πένθος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • συν- — και με τις μορφές συ , συγ , συμ , συλ και συρ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση σύν*. Η πρόθεση σύν εν συνθέσει, πριν από τα χειλικά σύμφωνα β, μ, π, φ, ψ, τρέπει το ν σε μ (πρβλ. συμ βάλλω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”