- συμπενθώ
- -έω, Α [πενθῶ]1. πενθώ κάποιον ή κάτι μαζί με κάποιον άλλον («οὐ συμπενθήσοντες τοὺς τεθνεῶτας ἀλλὰ συνηδόμενοι ταῑς ἡμετέραις συμφοραῑς», Iσοκρ.)2. (αμτθ.) πενθώ μαζί με κάποιον3. (απολ.) μετέχω σε γενικό πένθος.
Dictionary of Greek. 2013.